Καθώς συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια επιβολής μιας πολιτικής που οδηγεί σε καταστάσεις κοινωνικής καταστροφής, η συγκρότηση και ανάπτυξη δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα τείνει να προσλάβει χαρακτηριστικά κινήματος με ιδιαίτερη μαζικότητα και δυναμική παρουσία. Πρόκειται για μια εν πολλοίς αυθόρμητη εκδήλωση αντίδρασης απέναντι στη νέα φτώχεια που επεκτείνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς, αλλά και για μια νέα μορφή κινηματικής αντίστασης στην κυρίαρχη πολιτική και τις στοχεύσεις της.
Μιλάμε για μια νέα μορφή συλλογικής αντιμετώπισης άμεσων ζητημάτων που απασχολούν κυρίως τα φτωχότερα τμήματα της κοινωνίας, απειλώντας και τη μεγάλη πλειονότητα του λαού μας, η οποία, εντούτοις, έχει δοκιμαστεί και άλλες φορές στο μακρινό παρελθόν στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, είναι νέα από την άποψη της επανεμφάνισής της μετά από πολλές δεκαετίες, αλλά δεν συγκροτείται εν κενώ ιστορικής εμπειρίας.
Κινήματα κοινωνικής αλληλεγγύης συγκροτήθηκαν ξανά σ’ αυτόν τον τόπο σε δύο χρονικά κοντινές μεταξύ τους ιστορικές στιγμές: κατά τη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 και κατά την περίοδο της φασιστικής κατοχής και τα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσης, την αμέσως επόμενη δεκαετία.
Η διεθνής οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 συμπαρέσυρε πολύ γρήγορα και την ελληνική οικονομία, με κορυφαία συνέπεια τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 1932. Το κλείσιμο ή ο περιορισμός της λειτουργίας μεγάλου μέρους των βιομηχανικών και άλλων επιχειρήσεων, η κρίση στην εμπορική ναυτιλία, η αδυναμία διάθεσης στη διεθνή αγορά των βασικών εξαγώγιμων αγροτικών προϊόντων (καπνού και σταφίδας), αλλά και η ανεπαρκής τροφοδότηση της ελληνικής αγοράς με τρόφιμα από το εξωτερικό (σε μια εποχή που το μεγαλύτερο μέρος των δημητριακών εισαγόταν), είχαν τεράστιες συνέπειες στη ζωή της πλειονότητας του πληθυσμού.
Η διεθνής οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 συμπαρέσυρε πολύ γρήγορα και την ελληνική οικονομία, με κορυφαία συνέπεια τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 1932. Το κλείσιμο ή ο περιορισμός της λειτουργίας μεγάλου μέρους των βιομηχανικών και άλλων επιχειρήσεων, η κρίση στην εμπορική ναυτιλία, η αδυναμία διάθεσης στη διεθνή αγορά των βασικών εξαγώγιμων αγροτικών προϊόντων (καπνού και σταφίδας), αλλά και η ανεπαρκής τροφοδότηση της ελληνικής αγοράς με τρόφιμα από το εξωτερικό (σε μια εποχή που το μεγαλύτερο μέρος των δημητριακών εισαγόταν), είχαν τεράστιες συνέπειες στη ζωή της πλειονότητας του πληθυσμού.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΓΣΕΕ και του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου, η ανεργία –χρόνιο ενδημικό πρόβλημα της μεσοπολεμικής Ελλάδας- εκτοξεύτηκε μέσα σε λίγα χρόνια από το 10,8% του 1928 στο 34,4% το 1934. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα μεροκάματα των εργατών και οι μισθοί των υπαλλήλων συρρικνώθηκαν, αδυνατώντας να καλύψουν στοιχειώδεις βασικές ανάγκες, ενώ τεράστιο πρόβλημα αποτέλεσε η αλματώδης εξάπλωση ασθενειών, όπως η φυματίωση, ο τύφος και η ελονοσία που ταλαιπωρούσαν, ούτως ή άλλως, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και τα προηγούμενα χρόνια.
Οι λαϊκές αντιδράσεις απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση εκδηλώθηκαν από τον πρώτο καιρό για να ενταθούν χρόνο με τον χρόνο, με κυριότερη μορφή τις διαδηλώσεις ανέργων εργατών, που απαιτούσαν συσσίτια και επιδόματα, τις οποίες συνήθως στήριζαν με απεργιακές κινητοποιήσεις οι ακόμη απασχολούμενοι. Χαρακτηριστικό του πνεύματος λαϊκής ενότητας που επικράτησε εκείνα τα χρόνια ήταν και η συμμετοχή των μικροεπαγγελματιών, που έκλειναν τα καταστήματα και τις βιοτεχνίες τους σε ένδειξη συμπαράστασης. Ανάλογη συμπαράσταση εκφραζόταν και από εργάτες και επαγγελματίες, κατά τις μαζικές καθόδους αγροτών στις πόλεις, με τις οποίες απαιτούσαν τρόφιμα, παραγραφή ή αναστολή πληρωμής των χρεών τους κ.λπ. Ήταν αυτές οι παλλαϊκές κινητοποιήσεις που διαμόρφωσαν τη συνείδηση κοινών συμφερόντων μεταξύ των κυριαρχούμενων λαϊκών τάξεων, όπως εκφράστηκε μερικά χρόνια αργότερα με το γιγάντιο εαμικό κίνημα.
Εκτός, όμως, από αυτού του είδους τους αγώνες, μεγάλη έκταση προσέλαβε και η ανάπτυξη άτυπων δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, με κεντρικό άξονα τη μέριμνα να αντιμετωπιστεί η εξαθλίωση και να αποτραπούν οι θάνατοι από πείνα. Τα δίκτυα αυτά διαμορφώθηκαν κυρίως στους προσφυγικούς συνοικισμούς, για τους οποίους η κοινωνική αλληλεγγύη και η συλλογική αντιμετώπιση των κάθε είδους προβλημάτων αποτελούσε αναγκαίο όρο για την ίδια την ύπαρξή τους, ήδη από τον πρώτο καιρό της ίδρυσής τους.
Η κοινωνική αλληλεγγύη, ως άμεση πρωτοβουλία του ίδιου του λαού, προβλήθηκε και στηρίχτηκε από το ΚΚΕ. Υπάρχουν πάρα πολλές σχετικές μαρτυρίες και δημοσιεύματα στον αριστερό τύπο της εποχής, ενώ τη γενική κατεύθυνση την έδινε ο Δημήτρης Γληνός, με το περίφημο άρθρο του «Επιστολή για τη φιλανθρωπία και την αλληλεγγύη» που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1932 στο αριστερό λογοτεχνικό περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι». Στην οργάνωση της κοινωνικής αλληλεγγύης εκείνα τα χρόνια σημαντική ήταν η συμβολή και η εμπειρία της ομώνυμης κίνησης που είχε ιδρύσει το ΚΚΕ για τη στήριξη των διωκόμενων, φυλακισμένων και εξόριστων αγωνιστών και των οικογενειών τους, που είχε αντικαταστήσει την Εργατική Βοήθεια, μετά από την αναγκαστική διάλυσή της με δικαστική απόφαση το 1931.
Αξιοποιώντας την εμπειρία της περιόδου 1932-36, η κοινωνική αλληλεγγύη αναδείχτηκε σε έναν από τους κύριους πυλώνες του εαμικού κινήματος ήδη από
το 1941. Έχουν γραφτεί ήδη πολλά και θα μπορούσαν να γραφτούν ακόμη περισσότερα για το τεράστιας έκτασης κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης εκείνων των χρόνων και την καθοριστική συμβολή του τόσο στην αντιμετώπιση ζωτικών προβλημάτων του λαού μας όσο και στην ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος. Στον μικρό χώρο αυτού του κειμένου περιοριζόμαστε σε κάποιες βασικές επισημάνσεις:
Κύριος φορέας της συγκρότησης και ανάπτυξης δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης που αγκάλιασαν σχεδόν ολόκληρη τη χώρα υπήρξε η Εθνική Αλληλεγγύη που ιδρύθηκε ήδη τον Μάιο 1941, στα πρότυπα της προπολεμικής Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Στο έργο της συνέβαλαν επίσης το Εργατικό ΕΑΜ, η Πανυπαλληλική Κεντρική Επιτροπή, το ΕΑΜ Νέων και αργότερα η ΕΠΟΝ.
Χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης βαρύτητας του ζητήματος ήταν η απόφαση που πάρθηκε αμέσως μετά την ίδρυση του ΕΑΜ, τον Σεπτέμβριο 1941, για προσανατολισμό της οργάνωσής του στην Αθήνα στη Μάχη της Επιβίωσης, καθώς είχαν αρχίσει να διαφαίνονται οι τραγικές καταστάσεις που έζησε ο λαός της πρωτεύουσας τον μαύρο χειμώνα του 1941-42, με τους μαζικούς θανάτους από πείνα. Δίνοντας τη Μάχη της Επιβίωσης, οργανώνοντας τον λαό για την απαίτηση συσσιτίων, αλλά οργανώνοντας και το ίδιο συσσίτια και δομές ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, συγκροτώντας ένα πρωτοφανές σε έκταση δίκτυο καταναλωτικών συνεταιρισμών κ.λπ., το ΕΑΜ αποδείκνυε πως είχε πλήρη συνείδηση των προϋποθέσεων της αντιστασιακής εποποιίας που ακολούθησε.
Θα είναι και πάλι ο Γληνός που θα δώσει το στίγμα αυτής της κατεύθυνσης, στο περίφημο έργο του «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ»: «Όταν αφήνεις το λαό να πεθαίνει στους δρόμους, να κουρελιαστεί ψυχικά και σωματικά, και λες έπειτα πως θα κάνεις στον κατάλληλο καιρό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, είσαι ένας συνειδητός απατεώνας και συνεργάτης του εχθρού. Γιατί είναι σα να λες πως θα βάλεις ένα κουφάρι να πολεμήσει».
Την τεράστια συμβολή της κοινωνικής αλληλεγγύης στην ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος εξέφρασε με τον πιο σαφή τρόπο ο στίχος του «Ύμνου του ΕΑΜ» που ακουγόταν από τα χείλη εκατομμυρίων αγωνιστών και συμπαραστατών του: «Το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ την πείνα, θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά».
Πηγή: www.rednotebook.gr