"Το κουιντέτο του Μπουένος Άιρες" (Βιβλιοκριτική)

Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν
ΤΟ ΚΟΥΙΝΤΕΤΟ ΤΟΥ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ

Το κουιντέτο του Μπουένος Άιρες ανήκει στη σειρά μυθιστορημάτων του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν με ήρωα τον ιδιόρρυθμο ιδιωτικό ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο, Γαλικιανό στην καταγωγή και μόνιμο κάτοικο Βαρκελώνης. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην πρωτεύουσα της Αργεντινής, όπου ο Καρβάλιο ταξιδεύει για να ανακαλύψει τα ίχνη του εξαδέλφου του, Ραούλ Τουρόν, πρωτοπόρου επιστήμονα και διωκόμενου αντάρτη πόλης, ο οποίος υπήρξε ένας από τους χιλιάδες Αργεντινούς πολίτες που κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας του Βιντέλα έχασαν τα παιδιά τους μέσω ενός –ασύλληπτα διεστραμμένου ως προς την έμπνευση, το σχεδιασμό και την υλοποίησή του– μηχανισμού παράνομων υιοθεσιών. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πατρίδα του, ο Τουρόν, που είχε διαφύγει στην Ισπανία αφού απελευθερώθηκε από τους χουντικούς βασανιστές του, επιστρέφει στο Μπουένος Άιρες αναζητώντας την «αγνοούμενη» κόρη του. Στο κατόπι του ρίχνεται και ο Καρβάλιο με αποστολή να τον ξαναφέρει ζωντανό στη Βαρκελώνη. 

Ο Τουρόν ξεκινά ένα μοναχικό και απελπισμένο ταξίδι μέσα σε μια πόλη και μια χώρα που αλλάζουν με γρήγορο ρυθμό. Η επιστροφή του στην πατρίδα είναι μια εναγώνια προσπάθεια να κλείσει τις ανοιχτές πληγές του προσωπικού του παρελθόντος, πληρώνοντας τα χρέη του και θάβοντας οριστικά τους νεκρούς του.

Μέσα από την αριστουργηματικά δομημένη αστυνομική πλοκή της ιστορίας, με περισσή πικρία και σαρκαστικό χιούμορ, ο Μονταλμπάν διεισδύει με τη διαπεραστική ματιά του σε μια πόλη που κατά τον Μαρλό «είναι η πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας που ποτέ δεν υπήρξε», και σε μια κοινωνία «φρουρούμενη», «γεμάτη καταθλιπτικούς κατοίκους», από τους οποίους «πολλοί πέθαναν και οι επιζήσαντες είναι νεκροί». Στην Αργεντινή «ο κόσμος φοβάται να έχει μνήμη» λέει κάπου ο Καρβάλιο, καθώς διεισδύει στα ενδότερα μιας κοινωνίας που, στη λογική μιας οργουελικής εμπνεύσεως λεκτικής αντίφρασης, μετονομάζει τη χούντα σε Διαδικασία, τη συνδιαλλαγή σε ρεαλισμό, τη βαναυσότητα της κρατικής εξουσίας σε πολιτική σταθερότητα, την προδοσία σε πραγματισμό και τον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση σε επαναστατική ουτοπία ή απλώς ηλιθιότητα. Μέσα σε αυτό το χωνευτήρι μνήμης και συνείδησης, όπου η βαρβαρότητα του συστήματος μοιάζει να μην έχει τέλος, οι στρατιωτικοί-«βρόμικοι ήρωες ενός βρόμικου πολέμου» μεταμορφώνονται σε «καθαρούς πλουσίους», οι «αγνοούμενοι» σε «ευγνώμονες αιχμαλωτισμένους», οι βασανιστές και οι δήμιοι σε στοργικούς θετούς γονείς των παιδιών των θυμάτων τους και οι επαναστάτες αγωνιστές σε σύγχρονους πολιτικούς που με περίσσεια κυνισμού παραδέχονται:

«Είμαστε τα αφεντικά των βασανιστών μας και αποφασίσαμε να τους συγχωρήσουμε. Σε τι άλλο χρησιμεύει η εθνική κυριαρχία σε τέτοιους καιρούς που η οικονομία και η πολιτική αντιμετωπίζονται συνολικά; Τα κράτη είναι μόνο αφεντικά των βασανιστών και των δολοφόνων τους. Κάποια αρμοδιότητα θα πρέπει να μας αφήσουν!»

Ο ντετέκτιβ προσπαθεί να ξετυλίξει το κουβάρι της χαμένης ζωής ανθρώπων που «εξαφανίστηκαν πριν από χρόνια, όταν αρνήθηκαν να μεγαλώσουν», με φόντο το σημερινό Μπουένος Άιρες που το στοιχειώνει η άγνοιά μας για αυτό μέσα από την επαναλαμβανόμενη στην εξέλιξη της ιστορίας ερωταπόκριση:

«Τι ξέρεις για το Μπουένος Άιρες;»

«Μαραντόνα, αγνοούμενοι, τάνγκο». 

Μέσα από πέντε ημιανεξάρτητες ιστορίες και έναν επίλογο ο Μονταλμπάν, πάνω απ’ όλα, προσπαθεί να εμπλουτίσει τη γνώση και να διευρύνει τον προβληματισμό των σημερινών Ευρωπαίων γύρω από μια από τις πιο περίπλοκες, γοητευτικές και αντιφατικές κοινωνίες του σύγχρονου κόσμου, η οποία μοιάζει να αποσυντίθεται καθώς ξαναγεννιέται και στην οποία ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη είναι μια σύγκρουση δίχως τέλος.

          ----------------------------------------------------------------------------

O Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν γεννήθηκε στη Βαρκελώνη στις 27 Ιουλίου του 1939 και πέθανε αιφνίδια από ανακοπή καρδιάς στο αεροδρόμιο της Μπανγκόκ στις 18 Οκτωβρίου του 2003. Ήταν ποιητής, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος. Πάνω από όλα όμως, υπήρξε ένας πολίτης με ταξική συνείδηση, ιδεολογικά τοποθετημένος στην Αριστερά, γεγονός που αποτέλεσε την κύρια αιτία εγκλεισμού του για μεγάλο χρονικό διάστημα στις φυλακές του Φράνκο κατά την περίοδο της νεότητάς του. Η πολιτική και η κοινωνική κριτική, εμποτισμένες με στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού, κατέχουν μόνιμη θέση στο έργο του. Έγραψε αναρίθμητα δημοσιογραφικά άρθρα, καθώς και μια ανθολογία για το ισπανικό λαϊκό τραγούδι. Το 1995 τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο των Ισπανικών Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 2000 κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο Grinzane Cavour για την προσφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία.