Γιασμίνα Χάντρα
ΤΙ
ΟΝΕΙΡΕΥΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΥΚΟΙ
Το Τι ονειρεύονται οι λύκοι περιγράφει τη μεταμόρφωση ενός νέου ανθρώπου στο αγριότερο από τα θηρία. Ο Ναφά Ουαλίντ μεγαλώνει στην Κάσμπα, την παλιά, περιφραγμένη με τείχη, ακρόπολη του Αλγεριού. Ονειρεύεται να γίνει σταρ του σινεμά, ενώ παράλληλα εργάζεται ως σοφέρ σε μια πλούσια οικογένεια. Λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, έρχεται σε καθημερινή επαφή με την αλγερινή ελίτ του πλούτου και με τη διαφθορά που βασιλεύει στη χώρα. Έτσι, σχετικά νωρίς στη ζωή του θα συνειδητοποιήσει πως «… ο νόμος είναι σαν ένα αθερινόδιχτο, που πιάνει τα μικρά ψάρια, αλλά οι καρχαρίες το σκίζουν και περνούν». Καθημερινά προσβάλλεται, ταπεινώνεται και περιφρονείται, ώσπου τελικά υποχρεώνεται να συμμετάσχει στη συγκάλυψη ενός εγκλήματος. Σοκαρισμένος εγκαταλείπει την εργασία του και κλείνεται σπίτι. Ο Ναφά πλέον βρίσκεται μόνος στην Κάσμπα, ψυχικά τραυματισμένος από την ανάμνηση του θανάτου, σε μια πορεία από το κακό στο χειρότερο. Οικογένεια, φίλοι, προσωπικές φιλοδοξίες, όνειρα, τίποτα πια δεν ασκεί επιρροή πάνω του. Ευάλωτος και απελπισμένος, είναι ένας ακόμα Αλγερινός νέος χωρίς μέλλον, χωρίς σημείο αναφοράς, εύκολη λεία των ισλαμιστών που δυναμώνουν, συγκροτούνται και αποκτούν κοινωνικά ερείσματα στις φτωχογειτονιές της αλγερινής πρωτεύουσας.
Σε παράλληλο αφηγηματικό επίπεδο, καταγράφονται όλα τα σκαμπανεβάσματα της αλγερινής πραγματικότητας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα: η εμφάνιση και η σταδιακή εδραίωση και κυριαρχία του θρησκευτικού προσηλυτισμού στα λαϊκά στρώματα του πληθυσμού, το σοκ της αφγανικής επανάστασης, η εξέγερση του Οκτώβρη του ’88, η γοητεία του FIS, οι στρατιωτικές επεμβάσεις και τα πραξικοπήματα, η αντίδραση του φονταμενταλιστικού Ισλάμ, η δράση των μουτζαχιντίν, η συγκρότηση της λαϊκής αυτοάμυνας, η αλλαγή της παλιάς πόλης του Αλγεριού, που «… χωρίς συγκρούσεις και χωρίς θορύβους, σχεδόν εν αγνοία της, από Κάσμπα των ποιητών μεταμορφώθηκε σε φρούριο φανατικών ισλαμιστών». Όλα αυτά με φόντο ειδεχθείς φόνους και σφαγές μέσα σε μια κοινωνία που καθημερινά καλείται να επιβιώσει ξέροντας ότι οι δολοφόνοι βρίσκονται μεταξύ των μελών της και έχοντας το φόβο ότι ο καθένας μπορεί να ’ναι το επόμενο θύμα.
Ο Ναφά Ουαλίντ από βοηθητικός μετατρέπεται σταδιακά πρώτα σε εκτελεστή και στη συνέχεια σε αντάρτη μουτζαχιντίν. Τα σημεία αναφοράς του γίνονται όλο και λιγότερο ανθρώπινα. Μέσα του το άγριο θηρίο δεν βρίσκει πια αντιστάσεις και θα φτάσει μέχρι το ασύλληπτο.
Το μυθιστόρημα ουσιαστικά περιγράφει το ταξίδι στην καρδιά του σκοταδιού, το πέρασμα από την αθωότητα στην αποκτήνωση. Τα γεγονότα εκτίθενται χωρίς την παραμικρή διάθεση ωραιοποίησης και με έναν τρόπο έντονο και αφηγηματικά δυνατό, ώστε να απαλλαγούν από κάθε ίχνος διδακτισμού ή πολεμικής. Για τον συγγραφέα ο μύθος από μόνος του είναι εργαλείο επαρκές για να κοινωνήσει την αγάπη για μια πατρίδα διχασμένη ανάμεσα στην επιθυμία για ειρηνική ζωή και στην παραφορά της βίας, και για έναν λαό ο οποίος, ακριβώς όπως ο Ναφά, υφίσταται την περιφρόνηση των μεν, τη σκληρότητα των δε, ενώ το μόνο που επιθυμεί ουσιαστικά είναι η αξιοπρέπεια και ο σεβασμός. Παρά και πέρα από τη σκληρότητα της αφήγησης, το κείμενο αποτελεί μια ευκρινή και ειλικρινή αποτύπωση της αλγερινής πραγματικότητας στις δεκαετίες του ’80 και του ’90.
Το μυθιστόρημα, ακόμα κι όταν μας κατακλύζει με την τερατωδία της κατάστασης μιας κοινωνίας που είναι έρμαιο των βουλών της πολιτικοοικονομικής μαφίας και της θρησκόληπτης βαρβαρότητας, ούτε ηθικολογεί ούτε προτείνει κάποια ετοιματζίδικη συνταγή λύτρωσης από τα δεινά. Και αξίζει της προσοχής για αυτό ακριβώς, επειδή οι σφαγές είναι πολύ αληθινές για να εξωραϊστούν, κι αν θα ’πρεπε πραγματικά να λαχταράμε κάτι, αυτό θα ήταν όχι το τέλος της αφήγησης αλλά το τέλος της αφαίμαξης της αλγερινής κοινωνίας, που το κείμενο μας παρουσιάζει. Άλλωστε, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο συγγραφέας «… η Αλγερία σήμερα δεν έχει ανάγκη ούτε από έναν πρόεδρο ούτε από έναν προφήτη, αλλά από έναν εξορκιστή για να ξορκίσει τους παλιούς της δαίμονες, που γεννήθηκαν το 1956, χρονιά που κάποιοι άρχισαν τον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας και κάποιοι άλλοι για το διχασμό της».
---------------------------------------------------------------------------------------------
Γιασμίνα Χάντρα είναι το λογοτεχνικό γυναικείο ψευδώνυμο του συγγραφέα Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ, που γεννήθηκε το 1955 στην Αλγερία. Άρχισε να γράφει κατά τη διάρκεια του εμφυλίου της Αλγερίας χρησιμοποιώντας αυτό το γυναικείο ψευδώνυμο, για να αποφύγει την καθεστωτική λογοκρισία και για να μπορέσει να διασφαλίσει το δικαίωμά του να εκφράζεται ελεύθερα.
Khadra, Yasmina. Τι ονειρεύονται οι λύκοι. Μετάφραση Μαρίνα Μέντζου. Αθήνα : Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000.