Ο μετανάστης που έγινε σκύλος (video)

Δύο σκυλιά έχουν τη δυνατότητα να μιλούν, αλλά το κρύβουν σαν επτασφράγιστο μυστικό, γιατί φοβούνται ότι οι άνθρωποι θα τους αντιμετωπίσουν ως τέρατα. Όταν συναντιούνται, ξεκινούν μια αναδρομή στο παρελθόν, προκειμένου να ανακαλύψουν πώς απέκτησαν αυτή την ιδιότητα. Μέσα από την κουβέντα, αποδεικνύεται πως το σκυλί με το όνομα Μπεργκάνθα δεν είναι εξανθρωπισμένο ζώο, αλλά αποκτηνωμένος άνθρωπος. Είναι ένας μετανάστης, τον οποίο οι άλλοι αντιμετώπιζαν σαν σκύλο…
Πρόκειται για την πλοκή του έργου «Ο λόγος του σκύλου», μια καφκική θεατρική διασκευή νουβέλας του Θερβάντες, αριστοτεχνικά γραμμένη από τον πολυβραβευμένο Ισπανό θεατρικό συγγραφέα Χουάν Μαγιόργκα. Πρόκειται για μια καυστική ματιά στη στάση της δυτικής κοινωνίας απέναντι στον ξένο και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου που ο σπουδαίος δημιουργός τοποθετείται απέναντι στη μετανάστευση και το ρατσισμό.




Το ζήτημα έχει απασχολήσει πολλά έργα του. Όπως το «Himmelweg», τα «Νυχτόβια ζώα» ή το «Χαρτογράφο» ̶ μία απ’ τις λίγες παραστάσεις του Μαγιόργκα που δεν έχει ανέβει ακόμη σε ελληνικό θέατρο. Η διεισδυτική ματιά του στη σύγχρονη κοινωνία έχει κερδίσει την αγάπη του κοινού και πρόσφατα τιμήθηκε με το ισπανικό Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας για την κατηγορία της Δραματουργίας. Στις παλαιότερες διακρίσεις του περιλαμβάνονται τα βραβεία ΜΑΧ και Βάγιε-Ινκλάν, καθώς και το Εθνικό Βραβείο Θεάτρου για το 2007.
Προσκεκλημένος της ισπανικής πρεσβείας, ο συγγραφέας βρέθηκε το φθινόπωρο στην Αθήνα, λίγο μετά τα πολύνεκρα ναυάγια στη Λαμπεντούζα και στα ανοιχτά του Γιβραλτάρ. Σε μια εκ βαθέων συνέντευξη για το 1againstracism.gr, την πλατφόρμα της εκστρατείας κατά της ρατσιστικής βίας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ο Μαγιόργκα μίλησε για τη φύση των ρατσιστικών διακρίσεων, για το θεσμικό ρατσισμό και τη διείσδυση ξενοφοβικών ιδεών σε κόμματα του κεντρώου χώρου. Σχολίασε τη μεταχείριση των ανθρώπων τρίτων χωρών ως αποδιοπομπαίων τράγων, καθώς και τη σημασία της δημόσιας παιδείας στην καταπολέμηση της περιθωριοποίησης.
Βασικά σημεία της συνέντευξης


Για τη φύση των ρατσιστικών διακρίσεων και το θεσμικό ρατσισμό

Ο ρατσισμός θα μπορούσε να οριστεί ως εξής: Η μετατροπή μιας διαφοράς σε ευκαιρία για να κυριαρχήσει ένας άνθρωπος σε κάποιον άλλο. Είναι μεγάλος πειρασμός για κάθε άνθρωπο και, υπό αυτή την έννοια, καθένας πρέπει να κοιτάζει μονίμως με καχυποψία το περιβάλλον του και τον εαυτό του. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν κοινωνίες που δεν είναι ρατσιστικές και δεν νομίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να αισθάνονται ήρεμοι και να σκέφτονται: «Ποτέ δεν θα γίνω ρατσιστής». Διότι πιθανώς είναι, με έναν τρόπο που δεν τολμούν να ομολογήσουν, ή τουλάχιστον μπορεί κάποια στιγμή να νιώσουν ότι προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τη διαφορά ως ευκαιρία για να κυριαρχήσουν πάνω στον Άλλο.
Στο έργο μου «Himmelweg», υπάρχει μια σκηνή, όπου ο διοικητής των Ναζί λέει απευθείας στο κοινό: «Εμείς, συγκεντρώνοντας εδώ όλο τον εβραϊκό πληθυσμό και λύνοντας το πρόβλημα της απομάκρυνσης των υπολοίπων, υλοποιήσαμε αυτό που ήταν όνειρο για πολύ καιρό. Διότι μπορέσαμε να αντιληφθούμε ότι επρόκειτο απλώς για ζήτημα μεταφοράς. Ήμασταν πραγματιστές». «Αλλά στην πραγματικότητα», προσθέτει, «το σημαντικό δεν ήταν η εξόντωση των Εβραίων, αλλά η επίδειξη ισχύος. Να δείξουμε πως οτιδήποτε φανταστούμε, μπορούμε να το πραγματοποίησουμε. Πως δεν γνωρίζουμε όρια».
Μια πολιτική η οποία δεν γνωρίζει όρια αφενός είναι εξαιρετικά ελκυστική για πολλούς ανθρώπους, αλλά αφετέρου είναι μια εγκληματική πολιτική. Η πολιτική και η ηθική πρέπει να ξεκινούν από την παραδοχή ότι υπάρχουν όρια και ότι η αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου αποτελεί ένα όριο. Ότι κάθε άνθρωπος είναι άξιος σεβασμού, εκπαίδευσης, ομορφιάς, ελευθερίας. Αυτό θα πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτο, αλλά νομίζω ότι τείνουμε να το ξεχνάμε. Και, από τη στιγμή που αυτό συνεχίζεται, ο κοινωνικός ρατσισμός γίνεται θεσμικός ρατσισμός ή ρατσιστική νομοθεσία με πολύ φυσικό τρόπο. Διότι αυτό που συχνά κάνουν οι πολιτικοί δεν είναι παρά η βρώμικη δουλεία, την οποία επιζητεί ένα τμήμα της κοινωνίας.
Για τη φυλετική ανωτερότητα και την πολιτική έκφραση του ρατσισμού
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «ρατσισμός» για να περιγράψουμε φαινόμενα της εποχής μας, αλλά, με την πληροφόρηση που υπάρχει σήμερα, μονάχα ένας ανόητος ή ηλίθιος θα τολμούσε να υπερασπιστεί την ηθική ή πνευματική ανωτερότητα μιας φυλής έναντι κάποιας άλλης. Δηλαδή, μια ανωτερότητα με βάση φυλετικά χαρακτηριστικά δεν μπορεί να υποστηριχθεί σήμερα από κανέναν ο οποίος θέλει να είναι έστω και λίγο ορθολογιστής.
Υπό αυτή την έννοια, αυτό το είδος κλασικού ρατσισμού έχει αποδυναμωθεί, ακριβώς λόγω της μετάδοσης πληροφοριών. Αλλά όντως υπάρχουν κάποιες ομάδες που προχωρούν σε επίθεση ενάντια σε άλλες συλλογικότητες, λόγω εγωιστικών συμφερόντων. Αναμφίβολα, πρέπει να ανησυχούμε, πρέπει να θεωρήσουμε πολύ σοβαρή την ύπαρξη των συγκεκριμένων ξενοφοβικών κομμάτων, που υποστηρίζουν ανοιχτά ένα λόγο κατά του ανθρωπισμού και της καθολικότητας. Αυτός ο εγωιστικός λόγος διατυπώνεται στα κοινοβούλια και από κυβερνήσεις. Και, θα πρέπει να καταφέρουμε αυτά τα ξενοφοβικά κόμματα να περιθωριοποιηθούν, να μην αγγίξουν την εξουσία, να μην έχουν τη δυνατότητα διαχείρισης στις κοινωνίες μας.
Πιστεύω επίσης ότι πρέπει να ανησυχούμε για την παρουσία στοιχείων, εξίσου αντι-ουμανιστικών, εγωιστικών και ιδιοτελών, σε κόμματα πιο αξιοσέβαστα, να το πω έτσι. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, δεν υπάρχει ακροδεξιά, και πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι γι” αυτό, αλλά κάποιος πρέπει να αναρωτηθεί αν υπάρχουν ακροδεξιές τοποθετήσεις, τις οποίες υπερασπίζονται κόμματα πιο αποδεκτά και κόμματα της κυβέρνησης. Πιστεύω, λοιπόν, ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί τόσο με την παρουσία των ξενοφοβικών πολιτικών κομμάτων, όπως επίσης με την ικανότητά τους να αποκτούν μερίδια εξουσίας, μέσα από την παρουσία στοιχείων ρατσιστικού λόγου σε φαινομενικά αξιοσέβαστα κόμματα.
Για τη μετατροπή των μεταναστών σε αποδιοπομπαίους τράγους και το ρόλο του δημόσιου σχολείου
Αδιαμφισβήτητα, η συγκυρία της κρίσης σε όλη την Ευρώπη έχει καθοριστική σημασία για την άνοδο του ρατσισμού. Πλέον, υπάρχουν λιγότερα αγαθά να μοιραστούν κι έτσι εμφανίζεται ένας άμεσα εγωιστικός λόγος. Για παράδειγμα στην Ισπανία, οι μετανάστες έχουν επανειλημμένα βρεθεί κατηγορούμενοι στο δημόσιο λόγο ως υπεύθυνοι της κρίσης του ισπανικού συστήματος υγείας, καθώς τους καταλογίζεται ότι συνεισφέρουν λίγο και ξοδεύουν πολύ. Όποιος όμως αναλύσει τα δεδομένα με ελάχιστη σοβαρότητα αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν ισχύει. Αντίθετα, οι μετανάστες είχαν θεμελιώδη συμβολή στην ανάπτυξη της ισπανικής οικονομίας, κάνοντας δουλειές που δεν ήθελαν οι ντόπιοι. Λόγου χάρη, έχουν συμβάλει αποφασιστικά στη φροντίδα των ηλικιωμένων και των παιδιών, συχνά με πολύ χαμηλούς μισθούς, και γενικά αποτελούν νεαρό και υγιή πληθυσμό, που απλούστατα χρειάζεται κάποια υγειονομική περίθαλψη. Ωστόσο, αυτή η αλήθεια έχει συγκαλυφθεί από έναν άλλο λόγο, ο οποίος συχνά κυριαρχεί σε συγκεκριμένα πλαίσια.
Το κατάλληλο περιβάλλον για παρέμβαση ενάντια σε αυτού του είδους λόγο είναι το σχολείο. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να ενισχυθεί το δημόσιο σχολείο, έτσι ώστε οι άνθρωποι με λιγότερες ευκαιρίες, να λάβουν τα μέσα που θα τους επιτρέψουν να γίνουν χρήσιμοι πολίτες. Στην Ισπανία παραδείγματος χάρη, έχουν καταργηθεί πολλά από τα λεγόμενα σχολικά τμήματα κοινωνικής στήριξης, λόγω περικοπών. Τι γινόταν σε αυτά; Μεταξύ άλλων, δινόταν ιδιαίτερη προσοχή σε ανθρώπους με ειδικά προβλήματα. Αν ένα παιδί, λόγου χάρη, έρθει από το εξωτερικό με την οικογένειά του στα μέσα της σχολική χρονιάς, μπορεί να έχει προβλήματα ανταπόκρισης στο ρυθμό της τάξης και τότε είναι πολύ σημαντικό να του δοθεί ιδιαίτερη προσοχή. Φυσικά, αυτό κοστίζει χρήματα. Θα πρέπει να έχεις καθηγητές για να το φροντίσουν. Αλλά αυτό που δεν θα ξοδέψεις τώρα, θα το ξοδέψεις εκθετικά στο μέλλον. Δηλαδή, οι περικοπές σε αυτό τον τομέα είναι πάρα πολύ κακές. Διότι αποδεικνύεται ότι, αν το παιδί δεν ακολουθήσει το ρυθμό της τάξης και απλώς τεθεί εκτός του εκπαιδευτικού συστήματος, πιθανόν να γίνει πηγή προβλημάτων, να περιθωριοποιηθεί και να βρεθεί ο ίδιος στο επίκεντρο προβλημάτων. Δηλαδή, είναι πολύ σημαντικό ο μεταναστευτικός πληθυσμός, όχι μόνο να αντιμετωπίζεται επί ίσοις όροις, αλλά και μόνο από καθαρό συμφέρον του συνόλου της κοινωνίας, να του δίνεται ιδιαίτερη προσοχή.
Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει θέατρο στα σχολεία, γιατί επιτρέπει στα παιδιά να μπουν στη θέση των άλλων, να κατανοήσουν ότι υπάρχουν κα άλλοι τρόποι για να ζήσουν, να φανταστούν ότι η κοινωνία θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Όταν κάποιος αναγκάζεται να μπει στη θέση του άλλου, μπορεί να καταστεί πιο δυνατός απέναντι στον απλοϊκό ξενοφοβικό λόγο, που τείνει να υποβαθμίζει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας σε καρικατούρα.
Λίγα λόγια για τον Juan Mayorga
Ο Χουάν Μαγιόργκα γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1965. Απόφοιτος τους τμήματος φιλοσοφίας και μαθηματικών, συνέχισε τις σπουδές του στο Βερολίνο, το Παρίσι και το Μύνστερ. Είναι καθηγητής Δραματουργίας και Φιλοσοφίας στην Ανώτατη Βασιλική Ακαδημία Θεάτρου της Μαδρίτης και ιδρυτικό στέλεχος του Θεατρικού Οργανισμού «El Astillero». Το σημαντικότερο δοκιμιακό έργο του είναι η Συντηρητική επανάσταση και επαναστατική συντήρηση. Πολιτική και μνήμη στον Βάλτερ Μπέντζαμιν. Το έργο του, που έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με τα Βραβεία ΜΑΧ και Βάγιε-Ινκλάν και το Εθνικό Βραβείο Θεάτρου, έχει παρουσιαστεί σε 31 χώρες και έχει μεταφραστεί σε 22 γλώσσες.
*Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι του συγγραφέα και δεν αντανακλούν κατ’ ανάγκη την επίσημη άποψη της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.