Οι φτωχοί και οι άρρωστοι

Τα δύο πιο θανατηφόρα κρούσματα αυτού τού αιώνα μπορούν να αποδοθούν σε ένα πράγμα: Την φτώχεια. Η χολέρα εξερράγη στην ύπαιθρο της Αϊτής τον Οκτώβριο του 2010, μολύνοντας περισσότερους από 600.000 ανθρώπους και σκοτώνοντας 8.600. Ο έμπολα εμφανίστηκε αυτόν τον Μάρτιο στην Γουινέα και από τότε έχει εξαπλωθεί στην Λιβερία και την Σιέρα Λεόνε. Από τα μέσα Οκτωβρίου, περισσότεροι από 8.000 άνθρωποι έχουν μολυνθεί και 4.000 έχασαν την ζωή τους, σχεδόν αποκλειστικά στην Δυτική Αφρική.

Με την πρώτη ματιά, οι δύο εστίες δεν θα μπορούσαν να είναι πολύ παρόμοιες. Η χολέρα κινείται γρήγορα, αλλά είναι μια ασθένεια του 19ου αιώνα, που εξουδετερώνεται εύκολα από τα σύγχρονα συστήματα επεξεργασίας νερού και υγειονομικής περίθαλψης. Ρήμαξε την Αϊτή, αλλά δεν έχει εξαπλωθεί πέρα από τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ο Ebola, από την άλλη πλευρά, κινείται αργά και δεν είναι τόσο εύκολος στον χειρισμό του. Περαιτέρω, έχει φτάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, κερδίζοντας μια σχεδόν εμμονική προσοχή στις αμερικανικές ειδήσεις. Όπως έγραψε αυτόν τον μήνα στο Quartz [1] ο Greg Gonsalves, συν-διευθυντής τού Yale Global Health Justice Partnership, «Οι εξωτικές λοιμώξεις για τους Αμερικανούς, συχνά από μακρινά μέρη, συχνά από την Αφρική, σπέρνουν φόβο στις καρδιές τους, αλλά μόνο μια φορά τα παθογόνα πέρασαν τα τελωνεία». Ο έμπολα έχει περάσει το τελωνείο με τρόπο που δεν μπόρεσε να κάνει η χολέρα από την Αϊτή.

Αλλά, μια ματιά στο μακρύ κατάλογο των θυμάτων αποκαλύπτει ποιά κοινά έχουν οι δύο ασθένειες. Το δικαίωμα στην υγεία έρχεται με ένα αρχικό κόστος, και μεγάλο μέρος του κόσμου – ειδικά εκείνοι στα χειμαζόμενα κράτη όπως η Αϊτή, η Λιβερία και η Σιέρα Λεόνε – δεν μπορεί να το πληρώσει. Στην Αϊτή, η χολέρα βρήκε τον ιδανικό οικοδεσπότη της. Η φτωχότερη χώρα στο δυτικό ημισφαίριο, η Αϊτή δεν διαθέτει κανένα σύστημα σύγχρονης επεξεργασίας νερού. Το φθινόπωρο του 2010, ειρηνευτικά στρατεύματα των Ηνωμένων Εθνών από το Νεπάλ εισήγαγαν την χολέρα στην Αϊτή. Στάθμευσαν σε μια στρατιωτική βάση στην αγροτική περιοχή τής Αϊτής, όπου οι ακαθαρσίες τους πετιούνταν, στους δρόμους, χωρίς επεξεργασία. Όπως είπε στους New York Times, το 2012, ο Paul S. Keim, ο γενετιστής που μελέτησε τα στελέχη τής χολέρας τής Αϊτής και του Νεπάλ, «Ήταν σαν να ρίχνεις ένα αναμμένο σπίρτο σε ένα δωμάτιο γεμάτο βενζίνη». [2]


Ο έμπολα έφτασε σε παρόμοια «εύφλεκτα» εδάφη στην Δυτική Αφρική. Οι βίαιες συγκρούσεις στην Λιβερία έχουν αφήσει μόνο 51 γιατρούς να νοιάζονται για περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους. Η χώρα παρουσιάζει έλλειμμα στους τομείς τής ιατρικής, των προμηθειών, των εγκαταστάσεων, και των εκπαιδευμένων νοσοκόμων και των γιατρών. Η Γουινέα και η Σιέρα Λεόνε αντιμετωπίζουν παρόμοιους περιορισμούς.

Για να κατανοήσουμε την επίδραση που είχαν αυτές οι συνθήκες στην κλίμακα της επιδημίας, σκεφτείτε ένα αντιπαράδειγμα: Τι θα είχε συμβεί αν οι εστίες εμφανίζονταν για πρώτη φορά στην πατρίδα μου, την Indianapolis, στην Indiana [στις ΗΠΑ], αντί της Αϊτής και της Δυτικής Αφρικής; Κατ’ αρχήν, είναι απίθανο ότι η χολέρα θα μόλυνε κάποιον. Η αυστηρότητα στην εφαρμογή των νόμων για την δημόσια υγεία θα εμπόδιζε τις πρακτικές διάθεσης βρώμικων λυμάτων, και ακόμη κι αν δεν το έκανε, η αποτελεσματική επεξεργασία των λυμάτων θα είχε εξαλείψει τα βακτήρια πριν εισέλθουν στο πόσιμο νερό. Αν κάποιος όντως μολυνόταν με κάποιο τρόπο, κάθε δωμάτιο έκτακτης ανάγκης θα ήταν έτοιμο να προσφέρει τα υγρά και τα αντιβιοτικά που, όταν παρέχονται έγκαιρα, εξαλείφουν την μόλυνση σε ποσοστό πάνω από το 99% των περιπτώσεων.

Όσο για τον έμπολα, γνωρίζουμε το πώς θα ανταποκριθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτοί που υπάρχει υπόνοια ότι έχουν μολυνθεί, θα απομονώνονται και θα τους παρέχεται φροντίδα με έναν τρόπο που προστατεύει επίσης τους εργαζομένους τής υγειονομικής περίθαλψης. Όλο αυτό το διάστημα, στο πολιτειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο, οι αξιωματούχοι θα επικοινωνήσουν τα απαραίτητα για την δημόσια υγεία και την στρατηγική τής αντιμετώπισης. Το ότι δύο εργαζόμενοι τής υγειονομικής περίθαλψης στο Ντάλλας μολύνθηκαν είναι ανησυχητικό, βέβαια, αλλά υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι θα παραμείνουν μια εξαίρεση. Και, οι δύο περιπτώσεις ωχριούν σε σύγκριση με τα 8.000 θύματα στην Δυτική Αφρική, ένας αριθμός που είναι πιθανό να συνεχίσει να αυξάνεται. Όπως έγραψαν σε ένα άρθρο τους τον Αύγουστο στην The Washington Post, ο Jim Yong Kim, πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, και ο Paul Farmer, καθηγητής στο Harvard, [3], «Ένα λειτουργικό σύστημα υγείας μπορεί να σταματήσει την μετάδοση του έμπολα».

Ωστόσο, τα λειτουργικά συστήματα υγείας έχουν αποδειχθεί άπιαστα για τους φτωχούς τού κόσμου – παρότι το δικαίωμα στην υγεία είναι κωδικοποιημένο στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου. Και είναι δύσκολο να κάνει κανείς τις πλουσιότερες χώρες να καταπολεμήσουν τις μαζικές επιδημίες που δεν έχουν ακόμη φτάσει στα σύνορά τους. Ασθένειες όπως ο ιός έμπολα, που επηρεάζουν κατά κύριο λόγο τους φτωχούς τού κόσμου, δεν είναι ελκυστικοί στόχοι για τις φαρμακευτικές εταιρείες που αναζητούν να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους. Η κυβερνητικά χρηματοδοτούμενη έρευνα έχει τους δικούς της περιορισμούς προϋπολογισμού. Σύμφωνα με τον Δρ Φράνσις Κόλινς, διευθυντή τού αμερικανικού National Institutes of Health, ένα εμβόλιο έμπολα θα υπήρχε ήδη αν η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν περιέκοπτε την χρηματοδότηση για έρευνα.

Ειδικοί για την δημόσια υγεία ήταν γρήγοροι στο να επισημάνουν ότι η φτώχεια – και η επακόλουθη έλλειψη πρόσβασης στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη – είναι κάτι πολύ πιο πιθανό να ενσκήψει σε έγχρωμους ανθρώπους. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έχει αρνηθεί να αναγνωρίσει το ρόλο του στην εξάπλωση της χολέρας στην Αϊτή, ή να προσφέρει οποιεσδήποτε αποζημιώσεις, μια αντίδραση που θα φαινόταν αδιανόητη αν το κρούσμα είχε εμφανιστεί στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε μια συνέντευξή της στο Public Radio International [4], η Joia Mukherjee, καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή τού Harvard και επικεφαλής ιατρικός σύμβουλος της μη κερδοσκοπικής Partners in Health που εδρεύει στην Βοστώνη, απέδωσε στον ρατσισμό την αργή διεθνή αντίδραση στην κρίση τού έμπολα. «Νομίζω ότι είναι εύκολο για τον κόσμο – το ισχυρό κόσμο, που είναι σε μεγάλο βαθμό μη Αφρικανικός, μη έγχρωμος – να αγνοήσει τον πόνο των φτωχών μαύρων ανθρώπων». Ο «χρυσούς κανόνας» τής φροντίδας που παρέχεται στους λευκούς Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους που έχουν μολυνθεί από τον ιό έμπολα, σε σύγκριση με την υποτυπώδη θεραπεία στην Δυτικής Αφρικής, επιβεβαιώνει τα λεγόμενά της.

Φυσικά, η άφιξη του έμπολα στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει ήδη αλλάξει την διεθνή αντιμετώπιση της επιδημίας. Οι προσπάθειες για την δημιουργία ενός εμβολίου ήταν ταχύρυθμη και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί έχουν ξεκινήσει κοινοτικά προγράμματα στην Δυτική Αφρική για την καταπολέμηση του έμπολα και άλλων λιγότερο εντυπωσιακών δολοφόνων, όπως η ελονοσία και η μολυσματική διάρροια.

Αλλά εάν η επιδημία χολέρας χρησιμεύει ως οποιαδήποτε ένδειξη, οι Δυτικοαφρικανοί δεν πρέπει να είναι υπερβολικά αισιόδοξοι. Αυτή η εβδομάδα σηματοδοτεί τέσσερα χρόνια από τότε που η χολέρα εμφανίστηκε στην Αϊτή, και η επέτειος θα περάσει χωρίς αποζημιώσεις για τους πληγέντες Αϊτινούς, κανένα νέο σύστημα επεξεργασίας νερού για την πρόληψη μελλοντικών κρουσμάτων, και καμία εγγύηση ότι η ασθένεια θα σταματήσει να δημιουργεί θύματα. Αν με τον έμπολα πρόκειται να είναι διαφορετικά, η αντιμετώπιση πρέπει να στοχεύει στην ρίζα τού προβλήματος: Την βαθιά φτώχεια που του επέτρεψε να εξαπλωθεί.


Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.