Οι επίγονοι
Εδώ οι πόρτες έγιναν στόματα
Βγαίνουνε ολοένα άνθρωποι σαν οργισμένες λέξεις
Σε δαχτυλοδειχτούν και σε υβρίζουν
Νέοι, χτες μόλις παιδιά, με τη φλόγα στα μάτια
Νομίσματα νιόκοπα γεμάτα πάθος αγοράς
Όμως το παρελθόν δεν αγοράζεται δε μπορεί πια ν’ αγοραστεί
Η κάθε σπασμένη φωλιά η κάθε σβησμένη λέξη.
Εδώ τα παράθυρα γίναν αγχόνες
Δουλεύουν νύχτα μέρα σα ματόκλαδα
Όμως το αίμα Εκείνων δεν απαγχονίζεται
Δεν υποπτεύονται πως ολοένα τους κυκλώνει
Δεν υποπτεύονται τί ξεπουλήθηκε — για να δολοφονούν.
Κι όμως υπάρχει πάντα μια εκδίκηση
Μια μυστική ενέδρα χωρίς διέξοδο
Ένας κοχλίας που ριζώνει ριζώνει πιο βαθιά.
(Στο τέλος όταν όλοι π ε ρ ά σ ο υ ν σαν κι εμάς)